χρηματικός

χρηματικός
-ή, -ό / χρηματικός, -ή, -όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «χρηματική ποινή»
i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου, καταβολή ορισμένου, σύμφωνα με τον νόμο, χρηματικού ποσού από τον δράστη ορισμένου εγκλήματος
ii) (πολ. δικ.) δικαστικό μέσο που έχει ως σκοπό να εξαναγκάσει ένα πρόσωπο σε ορισμένη πράξη, παράλειψη ή ανοχή ή επιβάλλεται ως κύρωση σε περίπτωση ανυπακοής και ανάρμοστης, γενικώς, συμπεριφοράς σε μια δίκη
β) «χρηματική αποζημίωση» — αποζημίωση σε χρήμα
γ) «χρηματικό ένταλμα» — εντολή πληρωμής ή και προπληρωμής προς το δημόσιο ταμείο, που εκδίδεται από τα αρμόδια, σύμφωνα με τον νόμο, όργανα
δ) «χρηματικό κεφάλαιο»
(οικον.) η χρηματική αξία αγαθών που συναποτελούν το πραγματικό κεφάλαιο
ε) «χρηματικός φετιχισμός»
(οικον.) μαρξιστικός όρος αναφερόμενος στη σημασία που έχει στο σύστημα τής ελεύθερης αγοράς το χρήμα ως προϊόν, τού οποίου η τιμή πώλησης προσδιορίζεται από τις δυνάμεις τής προσφοράς και τής ζήτησής του
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χρηματικοί
οι κάτοχοι πολλών χρημάτων, οι πλούσιοι άνθρωποι.
επίρρ...
χρηματικώς /χρηματικῶς, ΝΜ, και χρηματικά Ν
νεοελλ.
σχετικά με χρήματα ή σε χρήματα ή με χρήματα («αποζημιώθηκε χρηματικώς»)
μσν.
(ως νομ. όρος) με πολιτική διαδικασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρηματικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στα χρήματα: Ξόδεψε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό γι’ αυτό το έργο. 2. φρ., «χρηματική ποινή», υποχρέωση που επιβάλλεται από το δικαστήριο σ αυτόν που έφταιξε να πληρώσει στο δημόσιο ταμείο ορισμένο χρηματικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρηματικά — χρηματικός of neut nom/voc/acc pl χρηματικά̱ , χρηματικός of fem nom/voc/acc dual χρηματικά̱ , χρηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικῶν — χρηματικός of fem gen pl χρηματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικόν — χρηματικός of masc acc sg χρηματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικαῖς — χρηματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικαί — χρηματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικοῖς — χρηματικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικοῦ — χρηματικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματικῆς — χρηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”